νεόφρων

νεόφρων
Τραγικός ποιητής από τη Σικυώνα, που έζησε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Είχε γράψει πάνω από 100 τραγωδίες, αλλά δε σώθηκαν παρά τρία αποσπάσματα της Μήδειας, που φαίνεται πως είναι και η σπουδαιότερη. Ο Ν. είναι ο εισηγητής στο θέατρο των παιδαγωγών, που ο Ευριπίδης τους χρησιμοποίησε αργότερα σε μεγάλη κλίμακα.
* * *
-ον (Α νεόφρων, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. είδος ιερακόμορφου πτηνού, κν. ασπροπάρης
αρχ.
αυτός που σκέπτεται σαν να είναι παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neophron, από το όνομα Νεόφρων, ανθρώπου που ο Αntoninus Liberalis (2ος μ.Χ. αιώνας) στο έργο του Μetamorphoses, μετέτρεψε σε αρπακτικό πουλί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεόφρων — childish in spirit masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόφρονος — νεόφρων childish in spirit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Neophron — is also a genus of birds of prey, containing the Egyptian Vulture. Neophron of Sicyon (Νεόφρων, ονος) was one of the most prolific of the ancient Greek dramatists, to whom are accredited one hundred and twenty pieces, of which only a few… …   Wikipedia

  • Néophron — de Sicyone (Νεόφρων) est l un des tragédiens les plus prolifiques de la Grèce ancienne, à qui on attribue cent vingt pièces, dont ne subsistent que quelques fragments de sa Médée. v · Tragédie grecque Eschyle …   Wikipédia en Français

  • НЕОФРОН —    • Neŏphron,          Νεόφρων, греческий трагик из Сикиона, от 120 драм которого сохранились только небольшие отрывки (у Nauck a trag. Graec. fragm. p. 565 слл.). Едва ли справедливо сохранившееся известие, что Еврипидова Медея есть подражание… …   Реальный словарь классических древностей

  • Neophron — NEOPHRON, ŏnis, Gr. Νεόφρων, ονος, steh Aegypius …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ГЕННАДИЙ II СХОЛАРИЙ — Геннадий II Схоларий, патриарх Константинопольский. Портрет Геннадий II Схоларий, патриарх Константинопольский. Портрет [греч. Γεννάδιος ὁ Σχολάριος; в миру Георгий Куртесий греч. Κουρτέσης, Κουρτέσιος] (1403/05, К поль 1472/73, мон рь Продрома… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”